στρατόπεδον

στρατόπεδον
στρατόπεδον, ου, τό (Aeschyl., Hdt. et al.; ins, LXX, Philo, Joseph.) lit. ‘camp’ (Jos., Vi. 398), then ‘body of troops, army’ (Eur., Hdt. et al.; ins, LXX; EpArist 20; Jos., Ant. 14, 271), even specif. legion (Polyb. 1, 16, 2; 1, 26, 6; 6, 20ff; 27ff; BGU 362 XI, 15 [III A.D.].—Hahn 46) Lk 21:20; Mason 87.—B. 1377. DELG s.v. στρατό. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στρατόπεδον — camp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπέδω — στρατόπεδον camp neut nom/voc/acc dual στρατόπεδον camp neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπέδοιν — στρατόπεδον camp neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπέδοις — στρατόπεδον camp neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπέδοισι — στρατόπεδον camp neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπέδου — στρατόπεδον camp neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπέδων — στρατόπεδον camp neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπέδῳ — στρατόπεδον camp neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατόπεδα — στρατόπεδον camp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вои — ВО|И (437), ˫А с. 1.Воин: похвалимъ добра кънѩзѩ бориса и глѣба. ˫ако отьчею любъвию даръ въсприимъша. а коликы во˫а землѩ роусьскы˫а. въ роукоу дьржаща. Стих 1156 1163, 107; си слышавъше вои разидошасѩ ѡ(т) него. а самъ оста тъкъмо съ отрокы… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”